ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΣΚΕΨΗΣ & ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΥΣ ΓΡΑΦΙΣΤΕΣ

Ο Θάνατος του Γραφιστάκου
Όταν τα καμπανάκια χτυπούν ηχηρά προειδοποιώντας το Μεγάλο Κραχ
στο επάγγελμα, οι προσευχές δεν πιάνουν. Όμως, ο αφαιρετικός μινιμαλισμός
ίσως τα καταφέρει.
Την εποχή που ο Άρθουρ Μίλερ έγραφε τον “Θάνατο του Εμποράκου” (1948), επεδίωκε να θίξει τις συνέπειες του οικονομικού κραχ του 1929 στην Αμερική. Το βιβλίο του (και τα κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα που το απέδωσαν διαχρονικά), εξετάζει και αναδεικνύει τις διαψεύσεις και τις καταρρεύσεις των προσδοκιών εκατομμυρίων ανθρώπων, που πάσχισαν με το ταλέντο, την ευφυία, την τέχνη και την εργατικότητά τους να πραγματοποιήσουν κάποια στιγμή τα πιο απτά όνειρα για τους ίδιους και την οικογένειά τους:
αξιοπρεπή κοινωνική και προσωπική ζωή,
ασφαλές μέλλον για τα παιδιά και ένα μικρό κομπόδεμα για τους «δύσκολους» καιρούς. Ωστόσο, σύμφωνα με το σενάριο, αυτές οι προσδοκίες πέθαναν σε μια στιγμή.Τότε, ο συγγραφέας, ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί πώς αυτή η ιστορία του Γουίλι Λόμαν (ο οποίος βρέθηκε στα 60 χρόνια του «κλινικά νεκρός» από δουλειά, χρήματα και όνειρα) θα συνέχιζε να αποτυπώνει την τραγωδία που βιώνει στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα ένας σύγχρονος γραφίστας -ανεξαρτήτως βιολογικής ηλικίας και επαγγελματικής εμπειρίας.
Τις δυο τελευταίες δεκαετίες υπήρξε μια τόσο γρήγορη αλλαγή στις γενιές των γραφιστών,
που σύντομα γίνονται ξεπερασμένοι και άσχετοι με το πραγματικό αντικείμενο
του επαγγέλματος. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε ως γραφίστες είναι να αντεπιτεθούμε
με το ταλέντο μας και να αγκαλιάσουμε τον αφηρημένο μινιμαλισμό.
Έχουν περάσει κάμποσες δεκαετίες από όταν ξεκίνησα να βγάζω το ψωμί μου ως γραφίστας (μακετίστας, ήταν τότε η επαγγελματική ιδιότητα) και δεν μπορώ παρά να ομολογήσω ότι σήμερα αισθάνομαι μια τεράστια ανασφάλεια και αμηχανία μπροστά στις τεράστιες αλλαγές που έχουν συμβεί στη βιομηχανία της γραφιστικής δημιουργίας. Όσο πιο συνοπτικά μπορώ, θα επιχειρήσω να κάνω «λιανά» την ουσία των πραγμάτων.
Από την τέχνη στην καλλιτεχνία
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και αρχές του ’90, η παραδοσιακή δουλειά ενός σελιδοποιού/μακετίστα εφημερίδων, περιοδικών και διαφημιστικών καταχωρήσεων ή εντύπων ήταν ξεκάθαρα μια Τέχνη (το Τ, κεφαλαίο, παρακαλώ). Ήταν τότε, που άρχισαν να δημιουργούνται άκρως πρωτότυπες προσεγγίσεις στη δημιουργικότητα, στην εικαστική αναβάθμιση και στο σχεδιασμό του «κασέ», με γνώμονα μια καινούργια εξέλιξη που αφορούσε στις πλήρως τετράχρωμες εκτυπώσεις, στην μερική αυτοματοποίηση που πρόσφεραν τα πρώτα desktop, αλλά και στις ρηξικέλευθες εικαστικές ιδέες από τους πρωτοπόρους σχεδιαστές εφημερίδων και περιοδικών του εξωτερικού. Ήταν όντως μια εποχή, η οποία δημιούργησε τόσο ισχυρό αντίκτυπο στην εικαστική ανάπτυξη των εντύπων κάθε είδους στην Ελλάδα, οδηγώντας στην αναβάθμιση του επαγγέλματος ενός τυπικού μακετίστα της προηγούμενης εποχής, σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «γραφίστα» και «art director». Ήταν, με λίγα λόγια, τα χρόνια εκείνα -τα καλά- που μετέτρεψαν τον τεχνίτη της σελιδοποίησης σε «καλλιτέχνη» των ΜΜΕ και της διαφήμισης.

Από την καλλιτεχνία στα πληκτρολόγια
και στα «ποντίκια»
Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά, ο γραφιστικός σχεδιασμός (κυρίως των ΜΜΕ) άρχισε να στρέφεται περισσότερο προς ένα είδος βιομηχανοποίησης, που στηριζόταν στις «εφευρέσεις» προγραμμάτων σελιδοποίησης και συστημάτων αυτοματοποίησης προεκτύπωσης, αφήνοντας σταδιακά την δημιουργικότητα του «χειροποίητου», προς όφελος της «νοημοσύνης» των μηχανημάτων.
Στην αρχή όλα φαίνονταν υπέροχα, αφού ένας μεγάλος φόρτος διαδικασιών «αγγαρείας» για την εκτέλεση μιας απλής μακέτας γινόταν πλέον με τον απλό χειρισμό του ποντικού και του πληκτρολογίου -για ένα ολόκληρο 16σέλιδο!
Φοβάμαι όμως, πως σήμερα αρχίζει να κατανοεί κάθε γραφίστας στο πετσί του, ότι αυτή η υπέροχη ευκολία εκείνης της πρώιμης εποχής ...τεχνητής νοημοσύνης, συνδυαστικά με την απογείωση του διαδικτύου, είναι που οδήγησε ένα καταξιωμένο και ακριβοπληρωμένο «καλλιτεχνικό» επάγγελμα να μην έχει πλέον στον ήλιο μοίρα.
Η πρώτη «καρπαζιά» ήρθε εδώ και μια δεκαπενταετία, με την ταχύτατη επέλαση των δωρεάν ψηφιακών Μέσων, οδηγώντας τον τεράστιο κλάδο των εκδόσεων σε μια τρομακτική πτώση έως και οριστική εξαφάνιση. Πολλοί έμπειροι και καταξιωμένοι γραφίστες έμειναν άνεργοι, ακόμη περισσότεροι υποχρεώθηκαν να συμβιβαστούν σε αμοιβές «πείνας», ενώ όσοι λίγοι κατάφεραν να ακολουθήσουν το νέο ρεύμα της τεχνολογικής εξέλιξης στη βιομηχανία σχεδιασμού στα ΜΜΕ και στη διαφήμιση (κυρίως η Generation Z), ακόμη κι αν αισθάνονται ασφαλείς με έναν βασικό μισθό, είμαι βέβαιος πως λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο: την τεχνητή νοημοσύνη.
Αλλά γι’ αυτό, θα αναφερθώ παρακάτω.

Η γραφιστική αλλάζει. Αλλά προς το τραγικότερο
Ξέρω από πρώτο χέρι τι έχει συμβεί σε πολλούς από τους πρωτεργάτες του γραφιστικού σχεδιασμού των ΜΜΕ και της διαφήμισης στην Ελλάδα: έχουν αλλάξει επάγγελμα.
Απολύθηκα κι εγώ αρκετές φορές από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι σήμερα, εργαζόμενος ως γραφίστας σε περιοδικά. Επίσης, έχασα πολλούς πελάτες από τις εκδόσεις και τη διαφήμιση, οι οποίοι προτίμησαν τα websites και τα social media για τις καμπάνιες τους (και καλά έκαναν: όταν κάτι είναι δωρεάν ή πολύ φτηνό, γιατί να επιλέξουν έναν «καλλιτέχνη»;). Παρ’ όλα αυτά, προσωπικά, άντεξα, επιβίωσα, και συνεχίζω να βγάζω το ψωμί μου (ψωμάκι, πια).
Από εδώ παν’ κι άλλοι
Ορισμένοι ιστότοποι που εστιάζουν στην δημοσιογραφική ενημέρωση, στην ψυχαγωγία, στο lifestyle, στις τέχνες ή στην ποπ κουλτούρα, όντως επιδιώκουν να παρουσιάσουν γραφιστικούς «πειραματισμούς» (με έξοχα αποτελέσματα, είναι η αλήθεια), ωστόσο, δεν είναι καθόλου εφικτό για έναν γραφίστα να ξεδιπλώσει το πλήρες ταλέντο του πάνω σε μια προκαθορισμένων προδιαγραφών σελίδα ενός site, συγκριτικά με ένα έντυπο περιοδικό αξιώσεων άνω των 10 ή 20 τυπογραφικών (κάποτε).
Και, εντέλει, οι περισσότεροι διαφημιζόμενοι (οι οποίοι είναι οι μόνοι που πληρώνουν και όχι οι αναγνώστες -γι’ αυτούς όλα είναι δωρεάν) θέλουν μια ομαλή διαδρομή χρήστη. Άρα, ποιος εκδότης θα πληρώσει αδρά έναν γραφίστα με προχωρημένη καλλιτεχνική έμπνευση, για ένα site που ίσα-ίσα επιβιώνει; Κανείς!
Επίσης, όταν μιλάμε για ιστότοπους, συνήθως, η γραφιστική εργασία είναι μια δουλειά «μια κι έξω»: σχεδιάζεις το site, παίρνεις τη συμφωνημένη αμοιβή (πολύ κάτω από 2.000 ευρώ στην καλύτερη περίπτωση) και από ‘δω παν κι άλλοι -τουτέστιν: «Στήσε μου τις σελίδες και οι content editors θα τις γεμίζουν με κείμενο και φωτό».
Παλαιότερα, ο art director σε κάποιο περιοδικό, όντως δημιουργούσε τον προσωπικό του «μπούσουλα» σελιδοποίησης. Ωστόσο, η καθημερινή φυσική του παρουσία ήταν επιβεβλημένη -σελίδα τη σελίδα, βινιέτα τη βινιέτα, τυπογραφικό το τυπογραφικό, ηλιοτυπία την ηλιοτυπία. Το μάτι και το χέρι του ήταν εκεί για να διορθώσει/επικαιροποιήσει/αναβαθμίσει το τελικό αποτέλεσμα προς χάριν της σελιδοποιητικής και χρωματικής τελειότητας του εντύπου. Γι’ αυτό και υπήρχαν μηνιαίοι μισθοί (τότε), που ξεπερνούσαν ακόμη και τις 4.000 ευρώ!
Δεν θέλω να ακούγομαι απογοητευμένος και αποκαρδιωτικός λέγοντάς το αυτό, αλλά τις δυο τελευταίες δεκαετίες υπήρξε μια τόσο γρήγορη αλλαγή στις γενιές των γραφιστών, που κάθε μέρα αντιλαμβανόμουν πως σύντομα θα γίνονταν ξεπερασμένοι και άσχετοι με το πραγματικό αντικείμενο του επαγγέλματος. Και, δυστυχώς, αυτός ο κύκλος «ανανέωσης» της ασχετοσύνης συνεχίζεται διαρκώς μέχρι τώρα που μιλάμε.

Το έχετε διαπιστώσει όλοι,
παλιοί και νεότεροι γραφίστες:
Σήμερα, η σχεδιαστική τέχνη
στην ψηφιακή εποχή των ΜΜΕ
δεν είναι τίποτε περισσότερο
από μια ατέρμονα ψυχοφθόρα εργασία
στον τρόπο παροχής περιεχομένου
και παρακίνησης των αναγνωστών/χρηστών να κάνουν
«κλικ» σε κάθε άρθρο
(εάν και αυτό πλέον, περισσότερο
«καίει» συντάκτες και αρχισυντάκτες
και λιγότερο τον σχεδιαστή).
Online περιοδικά: το πρώτο «κραχ»
του γραφιστικού επαγγέλματος
Παλιά, πολύ θα μας άρεσε η ιδέα να έχουμε τόσο άμεση ανταπόκριση από τους αναγνώστες (οι οποίοι πλήρωναν στο περίπτερο την αγορά του περιοδικού), καθώς περιμέναμε εναγωνίως έως και ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του εντύπου μας για να δούμε τις πωλήσεις (είτε για να ανοίξουμε σαμπάνιες, είτε να βολευτούμε με έναν πικρό καφέ της παρηγοριάς και να ανασκουμπωθούμε επανασχεδιάζοντας το έντυπο). Τόσο για τους δημοσιογράφους, όσο και για τους γραφίστες, οι πωλήσεις των περιοδικών και των εφημερίδων ήταν ο ορισμός του «value for money»:
Περισσότερες πωλήσεις στο περίπτερο; Δεδομένη χρηματοδότηση από τον εκδότη.
Περισσότερες σελίδες διαφημίσεων; Περισσότερα τυπογραφικά. Περισσότερη δουλειά για τους γραφίστες; Καλύτερη αμοιβή. Απλά πράγματα.
Σήμερα, τα «κλικ» και τα «like» σε ένα ηλεκτρονικό Μέσο που έχει σχεδιάσει ένας γραφίστας, περισσότερο μοιάζουν με μια τρύπα στο νερό. Από όσους χιλιάδες ή εκατομμύρια χρήστες αποκτήσει και απ’ ό,τι έσοδα ωφεληθεί το online περιοδικό από τις διαφημίσεις, εσύ έχεις ολοκληρώσει το έργο σου και δεν δικαιούσαι ούτε ευρώ παραπάνω.
Αν κάνω λάθος, πολύ θα ήθελα να με ενημερώσει κανείς για το αντίθετο.

Τεχνητή νοημοσύνη: το Μεγάλο Κραχ
στην γραφιστική βιομηχανία
Το βρετανικό online περιοδικό Creative Boom, ρώτησε πρόσφατα τον θρυλικό γραφίστα Νέβιλ Μπρόντι σχετικά με το πώς πιστεύει ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα επηρεάσει το επάγγελμα του γραφίστα στο μέλλον. Να, τι απάντησε:
«Ειλικρινά πιστεύω ότι είναι πολύ μεγαλύτερο θέμα από ό,τι μπορεί να αντιληφθεί ο κοινός νους. Περπατάμε στα τυφλά για κάτι που τελικά θα μπορούσε να αντικαταστήσει τα περισσότερα από αυτά που κάνουμε ως γραφίστες -στο πολύ άμεσο μέλλον. Ένα ψηφιακό περιοδικό ή μια διαφημιστική εταιρεία δεν θα χρειάζεται να πληρώνει μια ομάδα γραφιστών, αλλά θα αρκεστεί σε κάποιον που μπορεί να κατευθύνει κάποιον άλλον, ο οποίος στη συνέχεια θα προγραμματίσει τα σωστά στοιχεία και οδηγίες σε μια μηχανή AI. Στη συνέχεια -μην ξεχνάτε-, όλη η παραγωγή από μια μηχανή τεχνητής νοημοσύνης πηγαίνει στο μείγμα όλων των άλλων συνεργαζόμενων μηχανών τεχνητής νοημοσύνης, οπότε θα γίνεται εκθετική ανάπτυξη στο διαδίκτυο».
»Έχω συνειδητοποιήσει το εξής: Αυτό που μπορούμε να κάνουμε ως γραφίστες είναι να αντεπιτεθούμε με το ταλέντο μας και να αγκαλιάσουμε τον αφηρημένο μινιμαλισμό. Επειδή ακριβώς η τεχνητή νοημοσύνη είναι τόσο εστιασμένη στην προγραμματισμένη ευφυία, εμφανίζεται εξαιρετικά εξελιγμένη στην αναπαραγωγή των γνωστικών λειτουργιών ενός
ανθρώπου, στη δεξιοτεχνία και στο εμπεριστατωμένο περιεχόμενο.
Εντούτοις, μια μηχανή AI ποτέ δεν θα είναι σε θέση να αποκτήσει την ευαισθησία ενός καλλιτέχνη, εκείνη την απόκρυφη και καθαρά ενσυναίσθητη ιδιότητα του ανθρώπινου νου (και του χεριού του κατ’ επέκταση) να δημιουργήσει κάτι πολύ αναγωγικό, μινιμαλιστικό και αφηρημένο».
»Το βέβαιο είναι πως το περιεχόμενο και η παραγωγή των ΜΜΕ θα αλλάξουν ριζικά. Όχι μόνο με ταχύτερο ρυθμό αλλά και με πιο ακραίο αποτέλεσμα από κάθε είδους πρόσφατες επαναστάσεις -από τη βιομηχανική έως την τεχνολογική. Η επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης είναι ήδη εδώ και μπορεί να αλλάξει τα πάντα σε μια στιγμή. Αλλά ως γραφίστας, αισθάνομαι πολύ πιο ικανός να την νικήσω όσο ακόμη έχω την εσωτερική ευαισθησία και την ικανότητα να την “σαμποτάρω” με δημιουργίες που στοχεύουν στο μινιμαλισμό, στην αφηρημένη διάδραση μεταξύ δημιουργού και χρήστη (αναγνώστη ή πελάτη), όπως και στο λεπτοδουλεμένο φινίρισμα κάθε μακέτας που σχεδιάζω».